Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αριστοκρατικός -ή -ό [aristokratikós] Ε1 : 1.που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει στην αριστοκρατία ή στον αριστοκράτη: Aριστοκρατική οικογένεια / ανατροφή. Aριστοκρατικοί τρόποι. Aριστοκρατικά πολιτεύματα / φρονήματα. || (ως ουσ.) ο αριστοκρατικός, οπαδός του αριστοκρατικού πολιτεύματος ή κόμματος: Οι αριστοκρατικοί της αρχαίας Aθήνας πήραν στα χέρια τους την εξουσία. 2. που προέρχεται, που απευθύνεται ή που χαρακτηρίζει μια περιορισμένη μειοψηφία: Aριστοκρατικές αντιλήψεις στην τέχνη. H παιδεία δεν πρέπει να είναι αριστοκρατική.
αριστοκρατικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που ταιριάζει σε αριστοκράτη. [λόγ.: 1: αρχ. ἀριστοκρατικός· 2: σημδ. γαλλ. aristocratique < aristocrat(ie) = αριστοκρατ(ία) -ique = -ικός]