Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρετή
1 εγγραφή
αρετή η [aretí] Ο29 : 1.(για πρόσ. ή πργ.) θετική ιδιότητα, προτέρημα, χάρισμα: Είναι προικισμένος με πολλές αρετές. Δεν έχει καμιά ~ πάνω του. H ~ του μυθιστορήματος ήταν η συντομία. 2. ηθική τελειότητα, συμφωνία με την τρέχουσα ηθική: Σ΄ όλη του τη ζωή τον διέκρινε η ~. Aυτός ο άνθρωπος είναι η ~ προσωποποιημένη. || Aρετή, στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η προσωποποίηση της ηθικής τελειότητας. (έκφρ.) ο δρόμος* της Aρετής και της Kακίας. 3. ιδιαίτερη θετική ιδιότητα που αναφέρεται σε κάποιον τομέα των ανθρώπινων σχέσεων και δραστηριοτήτων: Πολιτική / χριστιανική / πολεμική ~.

[λόγ. < αρχ. ἀρετή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες