Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργυροχόος
1 εγγραφή
αργυροχόος ο [arjiroxóos] Ο18 : τεχνίτης που κατεργάζεται το ασήμι και που κατασκευάζει με αυτό διάφορα αντικείμενα.

[λόγ. < ελνστ. ἀργυροχόος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες