Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρέσω [aréso] Ρ πρτ. άρεσα και άρεζα, αόρ. άρεσα, απαρέμφ. αρέσει : 1.προκαλώ συναισθήματα (ερωτικής, αισθηματικής κ.ά.) ευχαρίστησης, απόλαυσης, ικανοποίησης: Ο τύπος της δυναμικής γυναίκας αρέσει πολύ. Ξέρει να φέρεται, γι΄ αυτό αρέσει. Θα του ~ άραγε; Για να αρέσετε δεν αρκεί να είστε όμορφη· πρέπει να ξέρετε και να ντύνεστε. H ταινία / η παράσταση δεν άρεσε στο κοινό. 2. (στο γ' πρόσ.) για κτ. που προκαλεί συναισθήματα (ερωτικής, αισθηματικής κ.ά.) ευχαρίστησης, απόλαυσης, ικανοποίησης: Mου αρέσει η μουσική / το θέατρο / το καλό φαγητό. Tου αρέσουν τα σπορ / οι ωραίες γυναίκες. Θέλω να ζω όπως μ΄ αρέσει. Έτσι του αρέσει, έτσι κάνει. Όποιου δεν του αρέσει, ας το πει, όποιος δε συμφωνεί. ΦΡ του / της αρέσουν τα ξινά*. || αρέσει σε κπ. να
: Mου αρέσει να κάνω εκδρομές / να μαγειρεύω μόνος μου / να χαζεύω τις βιτρίνες. || αρέσει σε κπ. που
/ γιατί
: Mου αρέσει που είσαι ειλικρινής. M΄ αρέσεις, γιατί είσαι τίμιος. (έκφρ.) μ΄ αρέσει που
, για να δηλώσουμε δυσαρέσκεια ή αντίθεση: M΄ αρέσει που έχεις άδικο και φωνάζεις κι από πάνω.
[μσν. *αρέσω (πρβ. μσν. αρέζω) < αρχ. ἀρέσκω, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. αρεσ-]