Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόπλους
1 εγγραφή
απόπλους ο [apóplus] Ο16 : (λόγ.) η αναχώρηση πλοίου από το λιμάνι. ANT κατάπλους: Εξαιτίας σφοδρής θαλασσοταραχής απαγορεύτηκε ο ~ όλων των πλοίων.

[λόγ. < αρχ. ἀπόπλους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες