Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόμαχος
1 εγγραφή
απόμαχος -η -ο [apómaxos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία ή που γενικά έχει πάψει πια να εργάζεται, ιδίως λόγω προχωρημένης ηλικίας: ~ πολιτικός / δημοσιογράφος / ηθοποιός. ~ υπάλληλος, συνταξιούχος. ~ στρατιωτικός, απόστρατος. || (ως ουσ.) ο απόμαχος: ~ της δουλειάς / της ζωής. Ο γερο-ναυτικός συχνάζει σ΄ ένα καφενείο, όπου μαζεύονται πολλοί απόμαχοι της θάλασσας.

[λόγ. < αρχ. ἀπόμαχος `ακατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία΄ σημδ. γαλλ. invalide]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες