Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απροσδιοριστία η [aprozδioristía] Ο25 : η ιδιότητα του απροσδιόριστου: Xρονική ~. || (φιλοσ.) θεωρία σύμφωνα με την οποία η βούληση του ανθρώπου δεν είναι προσδιορισμένη, αλλά είναι ως ένα βαθμό ελεύθερη (σε αντιδιαστολή προς την αιτιοκρατία). || (φυσ.) αρχή της απροσδιοριστίας, θεωρία στα πλαίσια της κβαντικής μηχανικής σύμφωνα με την οποία δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη ακριβής μέτρηση της θέσης και της ταχύτητας ή της ορμής ενός σωματιδίου.
[λόγ. απροσδιόριστ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. indétermination]