Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άπραγος -η -ο [ápraγos] Ε5 : που δεν έχει πείρα της ζωής, που είναι άπειρος και αθώος: Είναι ακόμα ένα άπραγο παιδί. || που δείχνει απειρία και αθωότητα: H μικρή τον κοίταξε με ένα άπραγο βλέμμα.
[ελνστ. ἄπραγος `μάταιος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]