Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποψίλωση
1 εγγραφή
αποψίλωση η [apopsílosi] Ο33 : η ενέργεια του αποψιλώνω. 1. η αφαίρεση ή καταστροφή της βλάστησης που καλύπτει μια έκταση: H ~ των δασών προκαλεί οικολογικές διαταραχές. Ο λόχος πήγε για ~, για καθαρισμό της περιοχής από τη χαμηλή βλάστηση. 2. (μτφ.) αφαίρεση κεκτημένα δικαιώματα από κπ.

[λόγ. < ελνστ. ἀποψίλω(σις) (μαρτυρείται στη σημ.: `κλάδεμα των αμπελιών΄) -ση κατά τις σημ. της λ. αποψιλώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες