Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφράζω [apofrázo] -ομαι & αποφράσσω [apofráso] -ομαι Ρ αόρ. απέφραξα και (σπάν.) απόφραξα, απαρέμφ. αποφράξει, παθ. αόρ. αποφράχτηκα, απαρέμφ. αποφραχτεί : 1.φράζω κτ. εντελώς: Aποφραγμένοι αγωγοί / αποφραγμένα αγγεία, βουλωμένα. 2. ξεβουλώνω.
[μσν. αποφράζω < αρχ. ἀποφράσσω μεταπλ. κατά το φράσσω > φράζω· λόγ. < αρχ. ἀποφράσσω]