Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφασίζω
1 εγγραφή
αποφασίζω [apofasízo] -ομαι Ρ2.1 : α.κάνω την τελική επιλογή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες δυνατότητες που μου προσφέρονται, ύστερα από σκέψη ή συζήτηση: Δεν αποφάσισε ακόμη ποιο επάγγελμα θα ακολουθήσει. Aποφάσισε να παντρευτεί. Επιτέλους αποφάσισε, θα φύγεις ή θα μείνεις; Δεν αποφάσισα τι θα κάνω / πού θα πάω. Είναι άνθρωπος που (δεν) αποφασίζει εύκολα, αποφασιστικός / αναποφάσιστος. Aποφασίστηκε η κήρυξη πολέμου / η αναβολή των εκλογών. Tο ταξίδι είναι αποφασισμένο. Είναι αποφασισμένο να… / ότι…, έχουν πάρει την απόφαση να… / ότι… || εκδίδω δικαστική απόφαση: Tο δικαστήριο αποφάσισε την καταδίκη του κατηγορουμένου. (έκφρ.) ο γιατρός τον αποφάσισε / τον έχει αποφασισμένο, για καταδικαστική διάγνωση που δε δίνει ελπίδες ζωής στον άρρωστο. β. καθορίζω ή επιβάλλω αυτό που πρέπει να γίνει: Ο μονάρχης αποφάσιζε για πόλεμο και ειρήνη. Ο αξιωματικός αποφασίζει και ο στρατιώτης εκτελεί. Aυτή αποφασίζει για όλα μέσα στο σπίτι. (έκφρ.) αποφασίζομεν και διατάσσομεν*. γ. (μππ., για πρόσ.) που έχει πάρει οριστική απόφαση σχετικά με κτ., που είναι ανυποχώρητος: Είναι αποφασισμένος για όλα, να κάνει ή να υποστεί οτιδήποτε. Ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να σκλαβωθούν.

[μσν. αποφασίζω (αρχική σημ.: `εκδίδω απόφαση΄) < απόφασ(ις) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες