Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απουσιάζω
1 εγγραφή
απουσιάζω [apusiázo] Ρ2.1α : 1α.δε βρίσκομαι σε ένα συγκεκριμένο χρόνο στον τόπο όπου θα έπρεπε να είμαι ή όπου συνήθ. είμαι· λείπω: Ο γιατρός δε θα δεχτεί επισκέψεις, γιατί θα απουσιάσει. Πήγα σπίτι του να τον δω, μου είπαν όμως ότι απουσιάζει. || (ειδικότ.) λείπω από το σχολείο ή από το χώρο εργασίας, όπου υποχρεωτικά έπρεπε να βρίσκομαι: Aπουσιάζει συχνά από το σχολείο, γιατί είναι φιλάσθενο παιδί, κάνει απουσίες. Πήρε άδεια από τον προϊστάμενό του να απουσιάσει δύο ώρες από την υπηρεσία του. β. λείπω από μια κοινή προσπάθεια ή δραστηριότητα, αρνούμαι ή αποφεύγω να συμμετάσχω και να συμβάλω σε αυτή, είμαι απών: Σε όλες τις δύσκολες ώρες της ζωής της, η οικογένειά της απουσίαζε. Δεν πρέπει να απουσιάσει κανένας από το προσκλητήριο της πατρίδας / από τη σταυροφορία για την προστασία της φύσης. 2. για κτ. που λείπει από κάπου όπου η παρουσία του θεωρείται συνήθ. απαραίτητη ή χρήσιμη: Aπό το έργο του απουσιάζει η πρωτοτυπία. Όταν απουσιάζουν τα τεχνικά μέσα, η καθημερινή ζωή γίνεται δύσκολη. Aπό τις ενέργειές του απουσιάζει η ιδιοτέλεια και η υστεροβουλία.

[λόγ. απουσί(α) -άζω μτφρδ. γαλλ. être absent, s΄absenter (διαφ. το ελνστ. ἀπουσιάζω `αποβάλλω την περιουσία΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες