Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απουσία
2 εγγραφές [1 - 2]
απουσία η [apusía] Ο25 : το αποτέλεσμα του απουσιάζω. ANT παρουσία. 1α. το να μη βρίσκεται κάποιος σε ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, όπου έπρεπε ή όπου θα περίμενε κανείς να είναι: H ~ του πρωθυπουργού από την τελετή σχολιάστηκε δυσμενώς. H ~ του έγινε πολύ αισθητή / ήταν δικαιολογημένη. (έκφρ.) έλαμψε διά της απουσίας του, ειρωνικά, για κπ. που έλειψε αδικαιολόγητα από κάποια συνάθροιση και που η απουσία του έγινε αισθητή. || (ειδικότ.) το να λείπει κάποιος από το χώρο διδασκαλίας ή εργασίας, κατά παράβαση του κανονισμού: Ο μαθητής έκανε πολλές απουσίες αυτή τη χρονιά, απουσίασε πολλές φορές. Δικαιολογημένες / αδικαιολόγητες απουσίες. Tου έβαλαν / πήρε ~, έγραψαν το όνομά του στο απουσιολόγιο. Παίρνω απουσίες, ελέγχω και σημειώνω ποιοι είναι παρόντες. Έμεινε στην ίδια τάξη από απουσίες. || Kατά την ~ μου, κατά τη διάρκεια της απουσίας μου: Kατά την ~ μου έγινε διάρρηξη στο διαμέρισμά μου. Ελπίζω να μη συμβεί τίποτε κατά την ~ του. Kατά τη μακρόχρονη ~ του ποτέ δε σταμάτησε να ενδιαφέρεται για την Ελλάδα. (λόγ. έκφρ.) εν τη ~ μου, όσο ήμουν απών· κατά την απουσία μου: Δεν ξέρω τι έγινε εν τη ~ μου. β. η μη συμμετοχή κάποιου σε μια συλλογική δραστηριότητα: H ~ του από τους εθνικούς αγώνες δεν τον τιμά. 2. έλλειψη. α. το να μην υπάρχει ένα πρόσωπο που συνήθ. θεωρείται απαραίτητο μέσα σε ένα σύνολο: Tο κενό που δημιούργησε η ~ του πατέρα είναι δυσαναπλήρωτο. H ~ ενός δυναμικού αρχηγού οδήγησε το κόμμα στη διάλυση. H ~ παιδιών κλόνισε τις σχέσεις του ζευγαριού. β. το να μην υπάρχει κτ. που συνήθ. θεωρείται βασικό στοιχείο και προϋπόθεση στη διαμόρφωση μιας κατάστασης: H σκέψη του χαρακτηρίζεται από την ~ λογικού ειρμού. H αποτυχία του κυβερνητικού έργου οφείλεται στην ~ συντονισμού.

[λόγ. < αρχ. ἀπουσία & σημδ. γαλλ. absences (πληθ.)]

απουσιάζω [apusiázo] Ρ2.1α : 1α.δε βρίσκομαι σε ένα συγκεκριμένο χρόνο στον τόπο όπου θα έπρεπε να είμαι ή όπου συνήθ. είμαι· λείπω: Ο γιατρός δε θα δεχτεί επισκέψεις, γιατί θα απουσιάσει. Πήγα σπίτι του να τον δω, μου είπαν όμως ότι απουσιάζει. || (ειδικότ.) λείπω από το σχολείο ή από το χώρο εργασίας, όπου υποχρεωτικά έπρεπε να βρίσκομαι: Aπουσιάζει συχνά από το σχολείο, γιατί είναι φιλάσθενο παιδί, κάνει απουσίες. Πήρε άδεια από τον προϊστάμενό του να απουσιάσει δύο ώρες από την υπηρεσία του. β. λείπω από μια κοινή προσπάθεια ή δραστηριότητα, αρνούμαι ή αποφεύγω να συμμετάσχω και να συμβάλω σε αυτή, είμαι απών: Σε όλες τις δύσκολες ώρες της ζωής της, η οικογένειά της απουσίαζε. Δεν πρέπει να απουσιάσει κανένας από το προσκλητήριο της πατρίδας / από τη σταυροφορία για την προστασία της φύσης. 2. για κτ. που λείπει από κάπου όπου η παρουσία του θεωρείται συνήθ. απαραίτητη ή χρήσιμη: Aπό το έργο του απουσιάζει η πρωτοτυπία. Όταν απουσιάζουν τα τεχνικά μέσα, η καθημερινή ζωή γίνεται δύσκολη. Aπό τις ενέργειές του απουσιάζει η ιδιοτέλεια και η υστεροβουλία.

[λόγ. απουσί(α) -άζω μτφρδ. γαλλ. être absent, s΄absenter (διαφ. το ελνστ. ἀπουσιάζω `αποβάλλω την περιουσία΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες