Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτροπιασμός ο [apotropiazmós] Ο17 : έντονο συναίσθημα φρίκης και απέχθειας που προκαλεί η θέα, το άκουσμα ή η σκέψη κάποιου φρικτού, αποκρουστικού συμβάντος: Εκφράζω τον αποτροπιασμό μου για το στυγερό έγκλημα. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εξέφρασε τον αποτροπιασμό του για τη νέα τρομοκρατική ενέργεια. Ο βομβαρδισμός των αμάχων προκάλεσε τον αποτροπιασμό της κοινής γνώμης.
[λόγ. < ελνστ. ἀποτροπιασμός `τελετή για αποτροπή κακού΄ σημδ. γαλλ. exécration]