Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτελεσματικός -ή -ό [apotelezmatikós] Ε1 : 1α.που φέρνει το αποτέλεσμα που επιδιώκεται. ANT αναποτελεσματικός: Οι ενέργειές μας / οι προσπάθειές μας ήταν αρκετά αποτελεσματικές. Tα μέτρα της αστυνομίας πρέπει να γίνουν πιο αυστηρά, για να είναι αποτελεσματικά. Παρασκευάστηκαν νέα, πιο αποτελεσματικά φάρμακα. β. για κπ. που ενεργεί με αποτελεσματικό τρόπο, δραστήρια και συντονισμένα: Είναι πολύ ~. 2. (γραμμ.) Aποτελεσματικές προτάσεις, που εισάγονται με συμπερασματικούς συνδέσμους· συμπερασματικές.
αποτελεσματικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί / δρα ~. [λόγ. < ελνστ. ἀποτελεσματικός `παραγωγικός΄, σημδ.: 1: γαλλ. efficace· 2: γαλλ. résultatif]