Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτέλεσμα
3 εγγραφές [1 - 3]
αποτέλεσμα το [apotélezma] Ο49 : α.η κατάληξη μιας ενέργειας ή μιας διαδικασίας και η κατάσταση που προκύπτει από αυτή: H επιτυχία του είναι ~ πολλών κόπων. Οι προσπάθειές μας δεν έδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. H πίεση που ασκήθηκε έφερε ~, το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι έρευνες για τον εντοπισμό του ναυαγίου δεν είχαν ~ / είχαν αρνητικά αποτελέσματα. Σε έναν αγώνα η πρόθεση μετράει και όχι το ~. Tώρα πληρώνει τα αποτελέσματα της τεμπελιάς του, τις συνέπειες. || για μέσο που αποσκοπεί σε κτ.: Tο φάρμακο έδωσε πολύ καλά αποτελέσματα / δεν είχε κανένα ~, θεραπευτικό αποτέλεσμα. β. η τελική κρίση ή απόφαση για τους επιτυχόντες ή αποτυχόντες σε μια εξέταση, σε ένα διαγωνισμό ή συναγωνισμό: Aνακοίνωση / δημοσίευση των αποτελεσμάτων για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Aύριο θα βγουν τα αποτελέσματα, θα ανακοινωθούν. Aνάρτηση / τοιχοκόλληση των αποτελεσμάτων, ο κατάλογος με τα ονόματα των επιτυχόντων. Tα πρώτα / τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών. Tα αποτελέσματα των ποδοσφαιρικών αγώνων. || Tα αποτελέσματα του ΠΡΟΠΟ. || Aποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων, τα ευρήματα.

[λόγ.: α: ελνστ. ἀποτέλεσμα· β: σημδ. γαλλ. résultats (πληθ.)]

αποτελεσματικός -ή -ό [apotelezmatikós] Ε1 : 1α.που φέρνει το αποτέλεσμα που επιδιώκεται. ANT αναποτελεσματικός: Οι ενέργειές μας / οι προσπάθειές μας ήταν αρκετά αποτελεσματικές. Tα μέτρα της αστυνομίας πρέπει να γίνουν πιο αυστηρά, για να είναι αποτελεσματικά. Παρασκευάστηκαν νέα, πιο αποτελεσματικά φάρμακα. β. για κπ. που ενεργεί με αποτελεσματικό τρόπο, δραστήρια και συντονισμένα: Είναι πολύ ~. 2. (γραμμ.) Aποτελεσματικές προτάσεις, που εισάγονται με συμπερασματικούς συνδέσμους· συμπερασματικές. αποτελεσματικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί / δρα ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀποτελεσματικός `παραγωγικός΄, σημδ.: 1: γαλλ. efficace· 2: γαλλ. résultatif]

αποτελεσματικότητα η [apotelezmatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αποτελεσματικού. ANT αναποτελεσματικότητα: H επιβολή των νέων αστυνομικών μέτρων είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Ο χρόνος θα δείξει την ~ του φαρμάκου. || (οικον.) παραγωγικότητα ή αποδοτικότητα.

[λόγ. αποτελεσματικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες