Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσύρω
1 εγγραφή
αποσύρω [aposíro] -ομαι Ρ αόρ. απέσυρα και (σπάν.) απόσυρα, απαρέμφ. αποσύρει, παθ. αόρ. αποσύρθηκα, απαρέμφ. αποσυρθεί, μππ. αποσυρμένος : 1α.παίρνω πίσω κτ. που το έχω καταθέσει, που το έχω εμπιστευτεί κάπου: Οι αποταμιευτές αποσύρουν τις καταθέσεις από τις τράπεζες και τις επενδύουν στο χρηματιστήριο. Aπέσυρε ένα μεγάλο ποσό από το λογαριασμό του, έκανε ανάληψη. || δηλώνω ότι κτ. παύει να ισχύει: Aπέσυρε την τροπολογία / την υποψηφιότητά του / την εμπιστοσύνη του προς την κυβέρνηση / την προσφορά του στον πλειστηριασμό. Aπέσυρα την αίτησή μου / τη μήνυση. β. βγάζω κτ. από την κυκλοφορία: Θα αποσυρθούν τα κέρματα των δύο δραχμών. H εταιρεία των σιδηροδρόμων παρέλαβε καινούρια βαγόνια και θα αποσύρει τα παλιά. Θα αποσυρθούν χιλιάδες τόνοι φρούτων που δεν μπορούν να απορροφηθούν από την αγορά. || (ειδικότ.) για μη καταλυτικό αυτοκίνητο που αντικαθίσταται από καταλυτικό με βάση το μέτρο της απόσυρσης. γ. δίνω την εντο λή να αποχωρήσει κάποιος από κάπου: Ο ΟHΕ θα αποσύρει τις ειρηνευτικές δυνάμεις από τις εμπόλεμες περιοχές, θα ανακαλέσει. Ο εχθρός άρχισε να αποσύρει τα στρατεύματά του, να τα οδηγεί στην υποχώρηση. 2. (παθ.) α1. εγκαταλείπω μια δραστηριότητα και παύω να έχω σχέσεις με το περιβάλλον όπου την ασκούσα: Aποσύρθηκε πολύ νέος από την πολιτική / από τις επιχειρήσεις του. || απομακρύνομαι από τον τόπο όπου ζούσα και ασκούσα μια δραστηριότητα και εγκαθίσταμαι σε ένα τοπικά και ποιοτικά διαφορετικό περιβάλλον: Όταν θα πάρω τη σύνταξή μου, θα αποσυρθώ στα κτήματά μου και θα ασχοληθώ με τη γη. Ύστερα από μια πολυτάραχη ζωή αποσύρθηκε σε μοναστήρι. α2. απομακρύνομαι από ένα χώρο και πηγαίνω σε κπ. άλλον απομονωμένο ή ιδιαίτερο: Mετά το δείπνο αποσύρθηκε στο δωμάτιό του. Όταν τελείωσε η ακροαματική διαδικασία, οι ένορκοι αποσύρθηκαν για να εκδώσουν την απόφαση. β. για νερό ή άλλο υγρό που υποχωρεί: Tα νερά της πλημμύρας άρχισαν να αποσύρονται.

[λόγ. < αρχ. ἀποσύρω `σέρνω μακριά, αποσπώ΄, σημδ.: 1: γαλλ. retirer· 2: γαλλ. se retirer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες