Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσαφηνίζω
1 εγγραφή
αποσαφηνίζω [aposafinízo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω τις απαραίτητες εξηγήσεις για να κάνω κτ. απόλυτα σαφές, ώστε να μην υπάρχουν απορίες ή παρεξηγήσεις: Tου ζήτησα να αποσαφηνίσει τη θέση του / τη στάση που θα τηρήσει. Δεν αποσαφηνίστηκαν ακόμη οι στόχοι της κυβέρνησης στο οικιστικό πρόβλημα. Δεν είναι αποσαφηνισμένο, αν θα συνεργαστούν στις εκλογές. || Δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη η πολιτική κατάσταση, δεν έχει διαμορφωθεί οριστικά.

[λόγ. < ελνστ. ἀποσαφηνίζω (αρχ. ἀποσαφῶ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες