Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απορρέω
1 εγγραφή
απορρέω [aporéo] Ρ αόρ. απέρρευσα, απαρέμφ. απορρεύσει : α.έχω την αρχή μου κάπου, προέρχομαι, πηγάζω από κάπου: Tο δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης ιδεών απορρέει από το σύνταγμα. β. προκύπτω, συνάγομαι: Aπό όσα διαπιστώθηκαν, απορρέει ότι η κατάσταση είναι κρίσιμη.

[λόγ. < αρχ. ἀπορρέω `ξεπηγάζω (για κτ. υγρό)΄ & σημδ. γαλλ. découler, émaner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες