Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απορρέω [aporéo] Ρ αόρ. απέρρευσα, απαρέμφ. απορρεύσει : α.έχω την αρχή μου κάπου, προέρχομαι, πηγάζω από κάπου: Tο δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης ιδεών απορρέει από το σύνταγμα. β. προκύπτω, συνάγομαι: Aπό όσα διαπιστώθηκαν, απορρέει ότι η κατάσταση είναι κρίσιμη.
[λόγ. < αρχ. ἀπορρέω `ξεπηγάζω (για κτ. υγρό)΄ & σημδ. γαλλ. découler, émaner]