Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποποινικοποιώ [apopinikopió] -ούμαι Ρ10.9 : αίρω, καταργώ το αξιόποινο μιας πράξης. ANT ποινικοποιώ: Aποποινικοποιήθηκε η άμβλωση. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η χρήση ελαφρών ναρκωτικών πρέπει να αποποινικοποιηθεί.
[λόγ. απο- ποινικοποιώ μτφρδ. γαλλ. décriminaliser]