Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομόνωση
1 εγγραφή
απομόνωση η [apomónosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απομονώνω. 1. απομάκρυνση από ένα σύνολο: ~ λέξεων / φράσεων από ένα κείμενο. ~ μικροβίου. 2. απουσία επαφής, επικοινωνίας: Kοινωνική / πολιτική ~. 3. ο χώρος στον οποίο απομονώνουν κπ.· απομονωτήριο: Tον είχαν δεκαπέντε μέρες στην ~.

[λόγ. απομονω- (δες απομονώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. isolement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες