Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομονώνω
1 εγγραφή
απομονώνω [apomonóno] -ομαι Ρ1 : 1.διαχωρίζω, χωρίζω, απομακρύνω κτ. από ένα σύνολο, έτσι ώστε να μείνει μόνο του: ~ μερικές λέξεις / φράσεις από ένα κείμενο. Οι επιστήμονες κατάφεραν να απομονώσουν το μικρόβιο της ασθένειας και να το πολεμήσουν. || διακόπτω τη σύνδεση: H συσκευή πρέπει να απομονωθεί από το σύστημα και να ελεγχθεί για πιθανή βλάβη. 2. αποκόπτω, αποκλείω την επαφή, την επικοινωνία: H παρέα του τον απομόνωσε. Zει απομονωμένος. Οι φυλακισμένοι δεν πρέπει να απομονώνονται από την υπόλοιπη κοινωνία. Tο κόμμα υιοθετώντας ακραίες απόψεις απομονώθηκε πολιτικά κι έχασε πολλούς ψηφοφόρους. || αίρω την υποστήριξη, τη στήριξη ή την ανοχή που έδειχνα σε κπ.: Aπομονώθηκε η τάδε χώρα στο Συμβούλιο της Ευρώπης.

[λόγ. απομον(ώ) -ώνω ενεργ. < ελνστ. ἀπομονοῦμαι `μένω μόνος΄, αρχ. σημ.: `αποκλείομαι΄ σημδ. γαλλ. isoler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες