Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολυταρχισμός ο [apolitarxizmós] Ο17 : η απολυταρχική διακυβέρνηση· απολυταρχία.
[λόγ. απολυταρχ(ία) -ισμός μτφρδ. γαλλ. absolutisme (-isme = -ισμός)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. απολυταρχ(ία) -ισμός μτφρδ. γαλλ. absolutisme (-isme = -ισμός)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |