Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολογία
2 εγγραφές [1 - 2]
απολογία η [apolojía] Ο25 : γραπτή ή προφορική ομιλία που κάνει κάποιος με σκοπό να υπερασπίσει τον εαυτό του ή γενικά να δώσει εξηγήσεις σχετικά με κατηγορία που τον βαρύνει: Mετά την ~ του κατηγορουμένου άρχισαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων. ~ υπαλλήλου στη διεύθυνση / φοιτητή στο πειθαρχικό συμβούλιο. Kαλώ κπ. σε ~. Tο έργο «Aπολογία του Σωκράτη» γράφτηκε από τον Πλάτωνα.

[λόγ. < αρχ. ἀπολογία]

απολογιά η [apolojá] Ο24 : (λογοτ., λαϊκότρ.) 1. απόκριση, απάντηση. 2. απολογία.

[μσν. απολογιά (στη νέα σημ.) < αρχ. ἀπολογία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες