Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκομίζω [apokomízo] Ρ2.1α : (λόγ.) 1. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας, αποχωρώντας). || (κυρ. μτφ.): Aποκομίσαμε άριστες εντυπώσεις από την επίσκεψή μας στις εγκαταστάσεις του νέου σταδίου. 2. (μτφ.) αποκτώ, πορίζομαι: ~ οφέλη / πλεονεκτήματα. H επιχείρηση αποκομίζει μεγάλα κέρδη από την αύξηση των πωλήσεων.
[λόγ. < αρχ. ἀποκομίζω]