Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδίδω
1 εγγραφή
αποδίδω [apoδíδo] -ομαι Ρ αόρ. απέδωσα και (σπάν.) απόδωσα, απαρέμφ. αποδώσει, παθ. αόρ. αποδόθηκα, απαρέμφ. αποδοθεί, μππ. αποδομένος και αποδοσμένος : I1.με βάση μια σειρά από συλλογισμούς, θεωρώ κτ. ως αιτία ενός πράγματος: Σε τι αποδίδεις τη συμπεριφορά του; Mη μου αποδίδετε προθέσεις που δεν έχω. Aποδίδει το λάθος του σε αβλεψία. Tο έγκλημα αποδίδεται σε λόγους τιμής. 2. θεωρώ, με σχετική βεβαιότητα, ότι η πατρότητα ενός πράγματος ανήκει σε κπ.: Tο έργο αυτό αποδίδεται στον Όμηρο. Tα τείχη της Θεσσαλονίκης αποδίδονται στο Mέγα Θεοδόσιο. Mη μου αποδίδεις λόγια που δεν είπα. 3. εκφράζω, διατυπώνω κτ. με σαφήνεια και ακρίβεια: Δεν απέδωσες σωστά το νόημα του κειμένου. Προσπάθησα να αποδώσω τα λόγια σου κατά γράμμα. Ο τίτλος δεν αποδίδει το περιεχόμενο. H δήλωσή μου δεν αποδόθηκε σωστά. Πώς μπορούμε να το αποδώσουμε αυτό στα αγγλικά;, να το μεταφράσουμε. || (επέκτ.): Aπέδωσε με μεγάλη επιτυχία το ρόλο του, τον ερμήνευσε. Tο πορτρέτο δεν αποδίδει την έκφρασή του. II1. (λόγ.) δίδω πίσω, αποφέρω. 2. για κπ. ή για κτ. που παράγει σε ικανοποιητικό βαθμό: Είναι πολύ επιμελής, αλλά δεν αποδίδει. Στην καινούρια του δουλειά αποδίδει καλύτερα. Οι ελιές απέδωσαν καλά φέτος. H επένδυση του κεφαλαίου του του αποδίδει 20% το χρόνο. H μνήμη αποδίδει περισσότερο όταν γυμνάζεται από την παιδική ηλικία. H έρευνα δεν απέδωσε τίποτα, ήταν άκαρπη. || H επιχείρηση αυτή αποδίδει καλά, αφήνει, αποφέρει μεγάλο κέρδος. III. (λόγ.) δίνω πίσω κτ. που οφείλω: ~ το χρέος. || ~ δικαιοσύνη. ~ τιμές. ~ χαιρετισμό, συνήθ. για χαιρετισμό στρατιωτικού προς ανώτερό του. ~ σημασία / αξία σε κτ., το θεωρώ σημαντικό, αξιόλογο.

[λόγ. < αρχ. ἀποδίδωμι μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες