Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απιστία η [apistía] Ο25 : 1.η έλλειψη πίστης: α. θρησκευτικής. β. συζυγικής ή ερωτικής, και κυρίως η πράξη που γίνεται εξαιτίας αυτής της ιδιότητας: Έκανε πολλές απιστίες στη γυναίκα του. ΦΡ απιστίες μου κάνεις!, για οικείο πρόσωπο που δεν έρχεται να μας βλέπει τόσο συχνά όσο παλιά. 2. (νομ.) αδίκημα δημόσιου υπαλλήλου ο οποίος από πρόθεση ζημιώνει τη δημόσια περιουσία.
[λόγ. < ελνστ. ἀπιστία (στη σημ. 1α), αρχ. σημ.: `δυσπιστία΄ (1β: σημδ. γαλλ. infidélité)]