Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απηλιώτης
1 εγγραφή
απηλιώτης ο [apilótis] Ο10 : (ναυτ.) ο ανατολικός άνεμος· λεβάντες.

[λόγ. < αρχ. ἀπηλιώτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες