Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεμπολώ
1 εγγραφή
απεμπολώ [apemboló] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) παραχωρώ τα δικαιώματά μου ή προδίνω ιδέες, αρχές, αξίες κτλ. για ιδιοτελείς σκοπούς: Aπεμπόλησε τα ιερά και τα όσια της πατρίδας.

[λόγ. < αρχ. ἀπεμπολῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες