Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απατεώνας
1 εγγραφή
απατεώνας ο [apateónas] Ο2 θηλ. απατεώνισσα [apateónisa] Ο27 : αυτός που εκμεταλλεύεται συστηματικά την εμπιστοσύνη και την καλοπιστία των άλλων για να τους εξαπατά, αποβλέποντας σε προσωπικά, κυρίως οικονομικά, οφέλη: Aυτός είναι μεγάλος ~. Έπεσε θύμα απατεώνα. απατεωνίσκος ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀπατεών, αιτ. -ῶνα· λόγ. απατεων- (απατεώνας) -ισσα· λόγ. απατεων- (απατεώνας) -ίσκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες