Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απαγχονίζω [apaŋxonízo] -ομαι Ρ2.1 : θανατώνω κπ. στην αγχόνη· κρε μώ4: Οι συνωμότες καταδικάστηκαν σε θάνατο και απαγχονίστηκαν. || (παθ.) αυτοκτονώ με απαγχονισμό: Ο αυτόχειρας βρέθηκε απαγχονισμέ νος.
[λόγ. < αρχ. ἀπαγχονίζω]



