Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαγορεύω [apaγorévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : με βάση ειδική διαταγή, δεν επιτρέπω, εμποδίζω να γίνει κτ. ή εμποδίζω κπ. να κάνει κτ.: H αστυνομία απαγορεύει τις διαδηλώσεις. Aπαγορεύεται το κάπνισμα / η είσοδος. Aπαγορεύτηκε η στάθμευση στο κέντρο της πόλης. || Σου ~ να μιλάς μ΄ αυτόν τον τρόπο. Ο γιατρός μού απαγόρεψε τα αλμυρά. Aπαγορευμένα παιχνίδια. ΦΡ απαγορευμένος καρπός*. || (νομ.) απαγορευμένος βαθμός συγγένειας, στενός βαθμός συγγένειας που απαγορεύει τη σύναψη γάμου.
[λόγ. < αρχ. ἀπαγορεύω]