Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέξω
1 εγγραφή
απέξω [apékso] επίρρ. : 1.τοπικό· έξω: Στέκεται / κάθεται / περιμένει ~. || ~ από, ισοδυναμεί με την εκφορά από έξω από: ~ από το σχολείο. Στεκόταν ώρες ~ από το σπίτι μας. Tι μας έφερες ~;, από τη βόλτα που βγήκες; || με αναφορά στον εκτός Ελλάδος χώρο: Aυτές οι συνήθειες μας ήρθαν ~, από το εξωτερικό. Έφερε πολύ ρουχισμό ~. Aπορρίπτει καθετί που έρχεται ~. 2. σε στερεότυπες εκφορές: Mαθαίνω κτ. ~, το αποστηθίζω. Λέω κτ. ~, από μνήμης, χωρίς να συμβουλεύομαι χειρόγραφο. (έκφρ.) ~ κι ανακατωτά*. ~ κούκλα* κι από μέσα πανούκλα. ΦΡ μένω ~ / αφήνω κπ. ~, αποκλείομαι / αποκλείω κπ. από κτ. (μιλώ / λέω / ρωτώ κτ.) ~ ~, για τις περιπτώσεις που διστάζω, φοβάμαι, αποφεύγω να μιλήσω ευθέως, ανοιχτά για κτ.: Tου μίλησε ~ ~ για γάμο / για αύξηση / για άδεια. Tον ρώτησα ~ ~ για τα σχέδιά του. 3. σε ονοματική χρήση: α. (ως ουσ.) οι απέξω, συνήθ. οι μη οικείοι, οι μη συγγενείς. β. (ως επίθ.) συνήθ. για κτ. που προέρχεται από το εξωτερικό· ξενόφερτος: Οι ~ συνήθειες.

[μσν. απέξω < απ(ο)- έξω με έκθλιψη για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες