Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιοπιστία
1 εγγραφή
αξιοπιστία η [aksiopistía] Ο25 : η ιδιότητα του αξιόπιστου· η εμπιστοσύνη που εμπνέει κάποιος στους άλλους σχετικά με αυτά που λέει ή κάνει: Aμφισβητείται η ~ του μάρτυρα. H ~ των πηγών του είναι αμφίβολη.

[λόγ. < ελνστ. ἀξιοπιστία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες