Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιοκρατία η [aksiokratía] Ο25 : η επιλογή, προώθηση ή επικράτηση εκείνων που αντικειμενικά είναι και θεωρούνται οι πιο άξιοι και ικανοί: H ~ στις προσλήψεις του δημοσίου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη βελτίωση του επιπέδου των υπηρεσιών που προσφέρονται στους πολίτες. ANT αναξιοκρατία.
[λόγ. αξιο- + -κρατία μτφρδ. αγγλ. meritocracy (-cracy = -κρατία)]