Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανωμαλία
1 εγγραφή
ανωμαλία η [anomalía] Ο25 : 1α.κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η έλλειψη ομαλότητας, η παρέκκλιση από τον κανόνα, από την τάξη ή από τον κανονικό ρυθμό: Δεν παρατηρήθηκε καμιά ~ στη διεξαγωγή των εκλογών. H απεργία προκάλεσε πολλές ανωμαλίες στις συγκοινωνίες. Παρουσιάστηκε μια ~ στο δίκτυο ηλεκτροδότησης, βλάβη. H χώρα πέρασε μια περίοδο πολιτικής ανωμαλίας, αναταραχής. Δε θέλω να με φιλοξενήσουν, γιατί φοβάμαι ότι θα τους φέρω ~, ενόχληση. ΦΡ έγινε / γίνεται της ανωμαλίας, για αναταραχή, φασαρία. || πράξη που παρουσιάζει κάποια ανωμαλία, κάποια τυχαία ή σκόπιμη παρατυπία: Ο έλεγχος έφερε στο φως διαχειριστικές ανωμαλίες. β. παραμόρφωση, ελαττωματική κατασκευή ή διαταραχή που παρουσιάζεται σε ένα ζωντανό οργανισμό: Aνωμαλίες του σκελετού. ~ στη λειτουργία της καρδιάς / του πεπτικού συστήματος. Διανοητική / ψυχική / σεξουαλική ~. 2. η έλλειψη ομαλότητας, η ιδιότητα που έχει ό,τι δεν είναι επίπεδο ή λείο: H ~ του εδάφους δυσκολεύει τη συγκοινωνία. || ανώμαλος σχηματισμός: Tο έδαφος / ο τοίχος έχει πολλές ανωμαλίες, υψώματα, κοιλώματα, προεξοχές κτλ.

[λόγ. < αρχ. ἀνωμαλία (1β: σημδ. γαλλ. anomalie (στη νέα σημ.) < μσνλατ. anomalia (γραμμ. σημ.) < ελνστ. ἀνωμαλία, δες ανώμαλος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες