Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντώνυμο το [andónimo] Ο42 : (γραμμ.) λέξη με αντίθετη σημασία.
[λόγ. < γαλλ. antonyme < ant(i)- = αντ(ι)- + -onyme = -ώνυμον, κατά το synonyme = συνώνυμον]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < γαλλ. antonyme < ant(i)- = αντ(ι)- + -onyme = -ώνυμον, κατά το synonyme = συνώνυμον]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |