Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντοχή
1 εγγραφή
αντοχή η [andoxí] Ο29 : 1.η δύναμη που έχει ένας ζωντανός οργανισμός να αντιμετωπίζει αντίξοες συνθήκες, χωρίς να καταπονείται ή να φθείρεται: Άνθρωπος με μεγάλη σωματική και ψυχική ~. Έχει ~ στους κόπους / στις στερήσεις / στους πόνους. Kουράστηκα, δεν έχω άλλη ~. H καμήλα έχει μεγάλη ~ στη δίψα. Tα ευαίσθητα φυτά δεν έχουν ~ στο κρύο. || (αθλ.) δρόμος αντοχής, ονομασία των αγώνων δρόμου στις αποστάσεις από 3000 μέτρα και πάνω. || Οικονομική ~, η δυνατότητα που έχει κάποιος να αντεπεξέρχεται στις οικονομικές ανάγκες του. 2. (φυσ.) η ιδιότητα ενός σώματος να αντιστέκεται στις δυνάμεις που ασκούνται επάνω του και τείνουν να μεταβάλουν τη μορφή ή τη σύστασή του: H ~ του βράχου στη διάβρωση. H ~ της γέφυρας σε μεγάλα φορτία είναι μικρή. Ύφασμα / παπούτσια με μεγάλη ~, που δε φθείρονται εύκολα. || ~ των υλικών, κλάδος της εφαρμοσμένης μηχανικής που εξετάζει τη συμπεριφορά των διάφορων υλικών, που χρησιμοποιούνται στις κατασκεύες, στις μόνιμες ή στις τυχαίες καταπονήσεις: ~ σε εφελκυσμό / σε κάμψη.

[λόγ. < ελνστ. ἀντοχή `πρόσφυση, προσκόλληση΄ κατά τη σημ. του αντέχω & σημδ. γαλλ. ténacité, indurance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες