Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αντιύλη η [andiíli] Ο25 : (φυσ.) ύλη που την αποτελούν σωματίδια με ηλεκτρικά φορτία αντίθετα από αυτά της κανονικής ύλης.
[λόγ. αντι- + ύλη μτφρδ. αγγλ. antimatter (anti- = αντι-)]



