Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιφάσκω [andifásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. αντέφασκα : υποστηρίζω κτ. που αναιρεί, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με προηγούμενες ή παλαιότερες δηλώσεις ή απόψεις μου: Ο μάρτυρας δε θεωρείται αξιόπιστος, γιατί συνεχώς αντιφάσκει. Aντιφάσκεις όταν δέχεσαι ότι αποφάσισες ανεπηρέαστα, καταλογίζεις όμως την ευθύνη για την αποτυχία σου στους γονείς σου. (έκφρ.) φάσκει και αντιφάσκει, για κπ. που αναιρεί συνεχώς όσα έχει πει.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιφάσκω `φέρνω αντίρρηση΄]