Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντιτείνω
1 item total
αντιτείνω [anditíno] Ρ αόρ. αντέτεινα, απαρέμφ. αντιτείνει : προβάλλω κτ. ως αντίλογο: Στο επιχείρημά μου ότι δεν υπάρχουν χρήματα, μου αντέτεινε ότι υπάρχει η δυνατότητα δανεισμού. Tι έχεις να αντιτείνεις σε όσα υποστηρίζουν οι αντίπαλοί σου;

[λόγ. < αρχ. ἀντιτείνω `αντιστέκομαι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go