Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπροχτές
2 εγγραφές [1 - 2]
αντιπροχτές [andiproxtés] & αντιπροχθές [andiproxθés] & αντίπροχτες [andíproxtes] επίρρ. χρον. : τρεις ημέρες πριν από τη σημερινή, την προηγούμενη ημέρα της προχτεσινής.

[αντι- + προχτές, προχθές· μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]

αντιπροχτεσινός -ή -ό [andiproxtesinós] & αντιπροχθεσινός -ή -ό [andi proxθesinós] Ε1 : που έγινε αντιπροχτές.

[αντιπροχτές, αντιπροχθές -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες