Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπροσωπευτικός
1 εγγραφή
αντιπροσωπευτικός -ή -ό [andiprosopeftikós] Ε1 : που αντιπροσωπεύει κπ. ή κτ.: Συνέδριο / προεδρείο αντιπροσωπευτικό όλων των τάσεων. Πίνακας ~ της δουλειάς ενός ζωγράφου. ~ τύπος, που έχει τα χαρακτηριστικά ορισμένου συνόλου. Ο ομηρικός Οδυσσέας είναι ο ~ τύπος του Έλληνα. || (πολ.): Aντιπροσωπευτικά σώματα, η βουλή και η γερουσία. Aντιπροσωπευτικό σύστημα, στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία μέσο αιρετών αντιπροσώπων· (πρβ. κοινοβουλευτισμός). αντιπροσωπευτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντιπροσωπεύ(ω) -τικός μτφρδ. γαλλ. représentatif & αγγλ. representative]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες