Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντιπερισπασμός
1 item total
αντιπερισπασμός ο [andiperispazmós] Ο17 : ενέργεια που γίνεται με σκοπό να αποσπάσει την προσοχή και ιδίως να εμποδίσει τη δράση του αντιπάλου στο σημείο που μας ενδιαφέρει: Kάνω αντιπερισπασμό. || (στρατ.): Επίθεση / επιχείρηση αντιπερισπασμού. H αιφνιδιαστική επιδρομή κατά της εχθρικής πρωτεύουσας ήταν απλός ~. Επιτυχής / ανεπιτυχής ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιπερισπασμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go