Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπαρέρχομαι
1 εγγραφή
αντιπαρέρχομαι [andiparérxome] Ρ (βλ. παρέρχομαι) : (λόγ.) 1. προσπερνώ κπ. 2. αδιαφορώ, δεν ασχολούμαι με κτ. που συνήθ. στρέφεται εναντίον μου: ~ τις συκοφαντίες / τους υπαινιγμούς κάποιου. Θα αντιπαρέλθω τη λασπολογία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και θα μιλήσω επί της ουσίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιπαρέρχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες