Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντιπαθητικός
1 item total
αντιπαθητικός -ή -ό [andipaθitikós] Ε1 : (ιδ. για πρόσ.) που προκαλεί την αντιπάθεια των άλλων. ANT συμπαθητικός: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Είναι τόσο ~ τύπος, ώστε με κανένα δεν μπορεί να κάνει παρέα. Γίνομαι ~. αντιπαθητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντιπαθη- (αντιπαθώ) -τικός σημδ. γαλλ. antipathique (< antipathie < ελνστ. ἀντιπάθεια) (διαφ. το σπάν. ελνστ. ἀντιπαθητικός `αντίθετος στην αδράνεια΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go