Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιμήνσιο το [andimínsio] Ο40 : (εκκλ.) ύφασμα με ειδικές παραστάσεις, που απλώνεται πάνω στην Aγία Tράπεζα για να τελεστεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας ή αντικαθιστά την Aγία Tράπεζα: Ο παπάς άπλωσε το ~ πάνω σ΄ ένα πρόχειρο τραπέζι κι άρχισε τη λειτουργία στο ύπαιθρο.
[λόγ. < μσν. αντιμήνσιον (αρχική σημ.: `φορητή Aγία Tράπεζα΄) < αντι- ελνστ. *μήνσ(α) -ιον < λατ. mensa `τράπεζα΄]



