Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντερί το [anderí] Ο43 : α.είδος μακριού ανδρικού χιτώνα στην εποχή της Tουρκοκρατίας. β. ο μακρύς χιτώνας που φορούν οι παπάδες κάτω από το ράσο.
[τουρκ. anteri < entari (από τα αραβ.)]