Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίφωνο το [andífono] Ο40 : (εκκλ.) ανάγνωσμα ή ψαλμός που ψάλλεται διαδοχικά από δύο ψάλτες ή από δύο χορούς ψαλτών.
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. τά ἀντίφωνα ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἀντίφωνος `που ηχεί σε απάντηση΄]



