Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανομία
1 item total
ανομία η [anomía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) παράνομη και ανήθικη πράξη· αμάρτημα, κρίμα: Ο Θεός τον τιμώρησε για τις ανομίες του.

[λόγ. < αρχ. ἀνομία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go